- ἐξιχνίασα
- ἐξιχνιάζωaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξιχνιάζω — εξιχνίασα, εξιχνιάστηκα, εξιχνιασμένος, μτβ. 1. ακολουθώντας ίχνη βρίσκω κάτι. 2. μτφ., ερευνώ συστηματικά και ανακαλύπτω κάτι: Εξιχνιάστηκαν οι λόγοι της εκλογικής αποτυχίας του κόμματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξιχνιάζω — εξιχνιάζω, εξιχνίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐξιχνιάσας — ἐξιχνιά̱σᾱς , ἐξιχνιάζω fut part act fem acc pl (doric) ἐξιχνιά̱σᾱς , ἐξιχνιάζω fut part act fem gen sg (doric) ἐξιχνιάσᾱς , ἐξιχνιάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)